Υπάρχουν δύο είδη ενδοδαπέδιας θέρμανσης:
Η κλασική που λειτουργεί με την κυκλοφορία νερού εντός των σωληνώσεων, όπου η μέγιστη θερμότητα που αναπτύσσεται στην επιφάνεια της τσιμεντοκονίας είναι 26ο C, πάνω από την οποία μπορούμε να τοποθετήσουμε όλα τα είδη των παρκέτων, ακολουθώντας απαράκλητα την παρακάτω διαδικασία:
30 ημέρες μετά την κατασκευή της τσιμεντοκονίας, πάνω από την ενδοδαπέδια θέρμανση, λειτουργούμε (την θέρμανση) επί 5 ημέρες στην θερμοκρασία των 8 – 10οC, μετά επί 5 ημέρες στην θερμοκρασία των 18-20ο C και τέλος 5 ημέρες στη θερμοκρασία των 24 – 26ο C.
Αφήνουμε το σύστημα να κρυώσει (η θερμοκρασία της επιφάνειας της τσιμεντοκονίας θα πρέπει να είναι 10-15ο C) και μετράμε την υγρασία της τσιμεντοκονίας σε διάφορα σημεία του δαπέδου.
Εάν η υγρασία της είναι κατάλληλη, τότε μπορούμε να τοποθετήσουμε το δάπεδο της επιλογής μας.
Εάν όχι, τότε επαναλαμβάνουμε την ίδια εργασία μέχρι να πάρουμε ικανοποιητικές ενδείξεις υγρασίας.
Την παραπάνω διαδικασία συνιστούν όλοι οι σοβαροί κατασκευαστές ενδοδαπέδιων θερμάνσεων.
Η νεότερη μέθοδος που λειτουργεί με θερμικές αντιστάσεις (καλώδια) αντί σωληνώσεων ζεστού νερού, αναπτύσσει μέγιστη θερμοκρασία 34 – 36ο C και πάνω από αυτή ΔΕΝ μπορούμε να τοποθετήσουμε κανενός είδους παρκέτο.